φουμαδόρος

φουμαδόρος
ο
θηλ. και -ισσα (λ. ιταλ.), αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει πολύ, που φουμάρει υπερβολικά, ο μανιώδης καπνιστής: Δεν μπορεί να περιορίσει το κάπνισμα· είναι φουμαδόρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φουμαδόρος — ο, θηλ. φουμαδόρισσα, Ν (διαλ. τ.) καπνιστής, ιδίως αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fumadore < fumo «καπνίζω» (πρβλ. φουμάρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”